Η ονοματολογία για την ΠΓΔΜ είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος
Έχοντας συμφωνία στα βασικά ζητήματα που διακυβεύονταν για την αστική τάξη την περίοδο αμέσως μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και τη διάλυση της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός (ο πρόγονος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ) δεν ήταν δύσκολο να ταυτιστούν και στο θέμα της ΠΓΔΜ, χαράσσοντας από την αρχή τη λεγόμενη «εθνική γραμμή», πάνω στον άξονα της ονοματολογίας, απορρίπτοντας οποιοδήποτε όνομα που να περιέχει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγό του.
Μόνο το ΚΚΕ διαφοροποιήθηκε από την πρώτη στιγμή, ανέδειξε τον πραγματικό χαρακτήρα και τους κινδύνους από τις ανατροπές που συντελούνταν στα Βαλκάνια με την ωμή επέμβαση ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την επαναχάραξη των συνόρων. Προειδοποίησε για τις συνέπειες και κάλεσε το λαό να μην πέσει στην παγίδα του εθνικισμού, να αντιπαλέψει τα βρώμικα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτά. Το ΚΚΕ κατήγγειλε τη στάση όλων των άλλων κομμάτων που περιόριζαν το θέμα με τα Σκόπια αποκλειστικά στο όνομα, αποσιωπώντας συνειδητά τους κινδύνους που παραμόνευαν συνολικά για τους λαούς της Βαλκανικής. Κατήγγειλε την έξαρση του σοβινισμού στην Ελλάδα, με ευθύνη των αστικών κομμάτων και του Συνασπισμού, που μαζί με την Εκκλησία διοργάνωναν εθνικιστικά συλλαλητήρια, καταγγέλλοντας το ΚΚΕ ότι σ’ αυτά συμμετέχουν όλοι, «πλην Λακεδαιμονίων», όπως έλεγε τότε ο βουλευτής του Συνασπισμού και «πατριάρχης» της λεγόμενης «Ανανεωτικής Αριστεράς», Λ. Κύρκος. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που και στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ κράτησε την ίδια συνεπή στάση από το 1992 μέχρι σήμερα: Από τη στιγμή που διεξάγεται διαπραγμάτευση για «κοινώς αποδεκτή λύση», κάθε λύση στην οποία περιλαμβάνεται το όνομα «Μακεδονία» ή όποια παράγωγά του, θα πρέπει ρητά να ορίζεται μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός. Επίσης, να μπει τέλος στην αλυτρωτική προπαγάνδα, να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των δύο χωρών.
Η κοινή στάση όλων των άλλων κομμάτων διαμορφώθηκε μέσα από τις τρεις συσκέψεις που έγιναν το 1992 υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή (18/2/1992, 13/4/1992, 14/6/1992). Καθοριστική ήταν η δεύτερη σύσκεψη (13/4/1992), από την οποία προέκυψε το «κοινό ανακοινωθέν» που συνυπέγραφαν όλα τα κόμματα, εκτός από το ΚΚΕ. Σε αυτό αναφέρονταν μεταξύ άλλων: «Σχετικά με το θέμα των Σκοπίων, η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ, συμφώνησε ότι η Ελλάδα θα αναγνωρίσει ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων, μόνο εάν τηρηθούν και οι τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ, στις 16 Δεκεμβρίου ’91, με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δε θα υπάρχει η λέξη “Μακεδονία”». [Σε δηλώσεις της μετά τη δεύτερη σύσκεψη, η τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, σημείωνε: «Είτε απαλειφθεί το όνομα, είτε δεν απαλειφθεί, είτε υπάρξει παραλλαγή του, τα προβλήματα για την Ελλάδα, αλλά και για τους λαούς των Βαλκανίων θα υπάρχουν, θα γίνονται όλο και πιο έντονα, εφόσον συνεχίζεται επέμβαση ξένων δυνάμεων στα Βαλκάνια, ηγετικών χωρών της ΕΟΚ και των ΗΠΑ. Εφόσον συνεχιστεί η πολιτική του “διαίρει και βασίλευε”. Εφόσον χρησιμοποιούνται υπαρκτές αλλά και ανύπαρκτες μειονότητες ως μέσο επεμβάσεων και υποκίνησης εμφυλίου πολέμου, μέσω του οποίου δίνεται η δυνατότητα για τις μεγάλες δυνάμεις να κατακερματίζουν τα Βαλκάνια. Αυτή είναι η βασική αφετηριακή διαφωνία, την οποία θέλαμε να την υπογραμμίσουμε για άλλη μια φορά και στη σημερινή σύσκεψη αλλά και δημόσια στον ελληνικό λαό»].
Στα μετέπειτα χρόνια, υπήρξαν πολλές αλλαγές. Συνοπτικά, η σταδιακή αναγνώριση των Σκοπίων από πολλά και ισχυρά κράτη με το συνταγματικό τους όνομα οδήγησε σε μετατοπίσεις τα κόμματα που έως τότε συντάσσονταν στη λεγόμενη «εθνική γραμμή» της ονομασίας χωρίς τον όρο «Μακεδονία». Τα τελευταία χρόνια, μετά από πολλές παλινωδίες, η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους για την «εξεύρεση οριστικής λύσης» στο θέμα του ονόματος των Σκοπίων διαμορφώθηκε ως εξής: «Σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη “Μακεδονία” που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή».
Είναι φανερό ότι στο τέλος, στο ζήτημα του ονόματος, επικράτησε η θέση που πρόβαλλε από την πρώτη στιγμή το ΚΚΕ. Αυτό που δεν άλλαξε σε ότι αφορά τη στάση όλων των άλλων κομμάτων, είναι η επιμονή τους στην ονοματολογία και η επί της ουσίας στήριξη στα «οράματα» της ελληνικής αστικής τάξης, μέσα από την ανάδειξή τους σε δραστήριο τμήμα υλοποίησης ευρύτερων ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων, που προμηνύουν νέους κινδύνους για το λαό μας και τους άλλους λαούς.
Ο καβγάς καβγάς και οι μπίζνες μπίζνες!…
Από το 1995 και την «ενδιάμεση συμφωνία» ανάμεσα στις δυο χώρες, οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ αναπτύχθηκαν ραγδαία, με μεγάλο όφελος για τους εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους, που βρήκαν στη γείτονα χώρα φτηνή εργατική δύναμη και μια νέα αγορά για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Το θέμα της ονομασίας καθόλου δεν εμπόδισε την αθρόα εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα προς την ΠΓΔΜ, καθώς η γεωγραφική γειτνίαση, το ευνοϊκότερο φορολογικό σύστημα και το φτηνότερο εργατικό δυναμικό αποτέλεσαν πόλο έλξης για κερδοφόρες επενδύσεις στη χώρα αυτή, επιβεβαιώνοντας ότι ο εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και καμιά σχέση δεν έχουν με το πραγματικό λαϊκό συμφέρον. [Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (της Κεντρικής Τράπεζας της ΠΓΔΜ), το ύψος του επενδυμένου ελληνικού κεφαλαίου την περίοδο 1997-2015 ανέρχεται σε 477,3 εκατ. ευρώ, ή 10,8% επί του συνόλου. Σήμερα, στην ΠΓΔΜ δραστηριοποιούνται περίπου 200 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, εκτιμάται όμως ότι υπάρχουν πολλές περισσότερες. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία μεγάλων ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν αναλάβει έργα υποδομών, με διεθνείς διαγωνισμούς. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 3η θέση, μεταξύ των χωρών προέλευσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην ΠΓΔΜ, σε επίπεδο συσσωρευμένων επενδύσεων από το 1997, με κατεύθυνση κυρίως τους κλάδους των τραπεζών, των πετρελαιοειδών, της μεταποίησης (ιδιαίτερα της κλωστοϋφαντουργίας), της εξόρυξης και των λατομείων, του εμπορίου τροφίμων/ποτών και της αγροτικής παραγωγής. Το 2016 η Ελλάδα ήταν ο 4ος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της ΠΓΔΜ μετά από τη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Σερβία, με μερίδιο 5,73% επί του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών της. Η αξία του διμερούς όγκου εμπορίου ανήλθε σε 597,4 εκατ. ευρώ. Τα κυριότερα προϊόντα που εξάγει η Ελλάδα στην ΠΓΔΜ είναι πετρελαιοειδή, σίδηρος, χάλυβας και προϊόντα αυτών, κλωστοϋφαντουργικά, πλαστικές ύλες, φρούτα – λαχανικά και παρασκευάσματα αυτών και μηχανήματα. Αντίστροφα, οι ελληνικές εισαγωγές από την ΠΓΔΜ αφορούν, κυρίως, σε σίδηρο και χάλυβα, ενδύματα και καπνά. Σύμφωνα, τέλος, με το ελληνικό ΥΠΕΞ, η διαμετακόμιση της ΠΓΔΜ εξαρτάται σχεδόν εξολοκλήρου από τη Θεσσαλονίκη].
Οι διευθετήσεις που δρομολογούνται σε ότι αφορά την ένταξη της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, αποτελούν κομμάτι ευρύτερων ευρωατλαντικών σχεδιασμών για την περιοχή, στους οποίους η κυβέρνηση διεκδικεί ρόλο «σημαιοφόρου», με την πλήρη «στήριξη» των ΗΠΑ, οι οποίες, όπως έχει σημειώσει ο Αμερικανός πρέσβης, «βλέπουν την Ελλάδα (…) ως πυλώνα της στρατηγικής τους στην περιοχή». Στο ΝΑΤΟ δεν έχουν ενταχθεί ακόμα η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η ΠΓΔΜ και η Σερβία, και στην ΕΕ η Αλβανία, η ΠΓΔΜ, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Σερβία. Οι διεργασίες ένταξης αυτών των κρατών σε ΕΕ και ΝΑΤΟ υπηρετούν μεταξύ άλλων και τα σχέδια ενεργειακής διασύνδεσης των Βαλκανίων με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, με δηλωμένο στόχο τη «διαφοροποίηση των πηγών Ενέργειας» και την «ενεργειακή απεξάρτηση» της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Εντάσσονται, δηλαδή, στον γενικότερο ανταγωνισμό με τη Ρωσία, με επίκεντρο την Ενέργεια. Πρόκειται για στόχο που προωθούν με ιδιαίτερη ένταση οι ΗΠΑ και στον οποίο «κουμπώνει» το «όραμα» της ελληνικής αστικής τάξης για μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό και μεταφορικό κόμβο, συνολικά για «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της χώρας. Οι ιεραρχήσεις αυτές αποτυπώνονται και σε μια σειρά έργων που «τρέχουν» ή σχεδιάζονται, όπως ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑP (μεταφέρει αέριο από τα κοιτάσματα του Αζερμπαϊτζάν στην Κασπία), ο διασυνδετήριος ελληνο-βουλγαρικός αγωγός φυσικού αερίου IGB, η κατασκευή πλωτού σταθμού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου στη θαλάσσια περιοχή έξω από την Αλεξανδρούπολη κ.ά. Γι’ αυτό το τελευταίο έργο, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι ΗΠΑ, που διαθέτουν ποσότητες σχιστολιθικού φυσικού αερίου προς εξαγωγή. Αντίστοιχα, στις Μεταφορές, σχεδιάζονται η κατασκευή μεγάλου εμπορευματικού σταθμού στην Αλεξανδρούπολη και η σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βουλγαρία (ως κομμάτι του συνολικότερου σχεδίου της λεγόμενης «σιδηροδρομικής Εγνατίας», που θα συνδέει την Αδριατική με τη Μαύρη Θάλασσα και το Δούναβη), η παραπέρα ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, όπου επίσης εκφράζεται έντονο αμερικανικό «ενδιαφέρον».
Σε στρατιωτικό επίπεδο, το ΝΑΤΟ επιδιώκει να διευρύνει συνολικά την επιρροή του στην περιοχή, με νέες βάσεις, όπως αυτή για τα αμερικανικά ελικόπτερα που σχεδιάζεται στην Αλεξανδρούπολη, με απανωτές ασκήσεις «ταχείας ανάπτυξης» δυνάμεων και συνεκπαιδεύσεις, συμφωνίες για «κοινή αστυνόμευση» του εναέριου χώρου κρατών της περιοχής, με το βλέμμα στραμμένο στη Ρωσία κ.ο.κ.
Την ενεργότερη παρουσία των μονοπωλίων της στην περιοχή επιδιώκει να εδραιώσει και η Γερμανία μέσα από σχήματα όπως η «Σύνοδος της Τεργέστης», τα σχέδια για κοινή αγορά των βαλκανικών χωρών, τα χρηματοδοτικά «εργαλεία», π.χ. το «Berlin Plus», το λεγόμενο και «ειδικό σχέδιο Μάρσαλ» για τα Δ. Βαλκάνια κ.ά. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι τα συμφέροντα των καπιταλιστικών κρατών που συγκροτούν την ΕΕ δεν είναι ενιαία, γεγονός που περιπλέκει περαιτέρω τους ανταγωνισμούς. Για παράδειγμα, η Γερμανία εμφανίζεται να συμφωνεί με τη λεγόμενη «ενεργειακή απεξάρτηση» της ΕΕ από τη Ρωσία, προχωράει όμως στην κατασκευή του αγωγού «Nord Stream 2», ο οποίος θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στη χώρα μέσω Βαλτικής. Αντίστοιχα, η Ιταλία δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδια για συμμετοχή στην προέκταση του λεγόμενου «Turkish Stream», για τη μεταφορά ρωσικού αερίου μέσω Τουρκίας στην Ευρώπη. Συνολικά, οι σχεδιασμοί αυτοί δεν ξεδιπλώνονται σε «κενό αέρος», αλλά παράλληλα και σε μεγάλο βαθμό ανταγωνιστικά προς τους σχεδιασμούς και τους στόχους των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών κέντρων και ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι η Ρωσία, που έχει ισχυρά συμφέροντα και ερείσματα στην περιοχή, αντιδρά στα σχέδια για διεύρυνση του ΝΑΤΟ και στην προσπάθεια που γίνεται να περιοριστεί η επιρροή της σε παραδοσιακούς της συμμάχους στα Βαλκάνια. Το ίδιο περιπλέκουν τα πράγματα η ανάπτυξη των σχέσεων Τουρκίας – Ρωσίας και ταυτόχρονα η κρίση στις σχέσεις της πρώτης με το ΝΑΤΟ, όπως και η προσπάθεια της γείτονος να αναπτύξει συνολικά τα ερείσματά της στην περιοχή, αξιοποιώντας και το έντονο μουσουλμανικό στοιχείο εκεί, για να διεισδύει με οικονομικά και άλλα μέσα. Τέλος, ρόλο στις εξελίξεις παίζει και η στρατηγική της Κίνας για τη λεγόμενη αναβίωση του «Δρόμου του Μεταξιού», που αντιμετωπίζει την περιοχή ως προθάλαμο για την αγορά της Ευρώπης και γι’ αυτό έχει ιδιαίτερες βλέψεις στον τομέα των υποδομών μεταφορών εμπορευμάτων (λιμάνια, σιδηρόδρομους, οδικούς άξονες, logistics), σχέδια που περιλαμβάνουν άλλωστε και την Ελλάδα.