Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ
Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι’ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε
Η Ζωή των πάντων κλεισμένη μέσα σ’ ένα Τάφο, ο Χριστός στο Άδη για ν’ ανακαλέσει τον Αδάμ, να φέρει και πάλι τον άνθρωπο σε κοινωνία με την Ζωή και το Φως. Το Μεγάλο Σάββατο η υμνολογία που διαμορφώνεται θαρρείς και γιορτή στήνει, πανηγύρι χαράς και αγαλλίασης. Μέσα στο μνήμα αχνοφαίνεται η Ανάσταση κι όλα αλλάζουν, το πέθνιμο σαρακοστιανό δίνει την θέση του στο λευκό που προσμένει την λαμπρή.
Ο Θεός μπαίνει στα πιο βαθιά σκοτάδια του Άδου κι όμως τα πάντα γύρω γεμίζουν Φως, το Μεγάλο Σάββατο διακατέχεται από μια σιγή, σαν όλη η φύση, ότι υπάρχει στον κόσμο να κοιμάται, αφού ο Ίδιος ο Πλάστης αναπαύεται, δεν είναι σαν τους κοινούς θνητούς, αλλά ως λιοντάρι που στην σκέψη και μόνο πως θα ξυπνήσει, προκαλεί πανικό.
Μ’ αυτήν την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους οι Αρχιερείς κι οι Φαρισαίοι δείχνουν να φοβούνται στο βάθος όχι τους μαθητές που μπορεί να κλέψουν το Σώμα, αλλά τον Ίδιο τον Νεκρό, καθώς η κυριαρχία τους, το σκοτάδι κι η τρομοκρατία, απειλούνται να χαθούν στο πέρασμα της Ανάστασης Του.
Γι’ αυτό, ομάδα στρατιωτών καλά οπλισμένη αποκαλύπτοντας την βία και την ωμότητα της εξουσίας, που στέκεται απέναντι στην Ζωή θέλοντας να Την ενταφιάσει μια για πάντα, θα σταθεί στο μνημείο. Αλλά όσα μέτρα κι αν λάβει, δεν μπορεί να Την διακόψει, διότι θ’ Αναστηθεί για να λυτρώσει την ανθρωπότητα. Η αγάπη δεν πρόκειται να υποκύψει στον φθόνο και το μίσος, αφού αποτελεί το υλικό που έφτιαξε τον κόσμο ο Θεός. Κι η αγάπη του Χριστού ξεχύνεται στο κράτος του θανάτου και το συντρίβει, καθώς αρπάζει από το χέρι τον Αδάμ και τον βγάζει ξανά στο ξέφωτο της ζωής.
Γεώργιος Τρυφωνόπουλος
Θεολόγος
Αμύνταιο