Η απελευθέρωση της Φλώρινας στο πλαίσιο των νικηφόρων αγώνων του έθνους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Η ομιλία του Στρατηγού κ. Γεωργίου Μπασιακούλη στην πανηγυρική εκδήλωση του δήμου Φλώρινας της 7ης Νοεμβρίου 2017 για τα Ελευθέρια της πόλης
Σεβασμιώτατε,
παρακαλώ επιτρέψτε μου να υιοθετήσω το πρωτόκολλο προσφωνήσεων που ακούστηκε στην έναρξη της εκδήλωσης, ώστε να μην παραλείψω καμία αρχή.
Αγαπητοί μου συμπατριώτες και συμπατριώτισσες
Κυρίες και Κύριοι
Φίλες και Φίλοι
Θα μου επιτρέψετε να ευχαριστήσω τον αντιδήμαρχο κ. Αριστείδου Άρη, για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει ως ομιλητή, με τη σύμφωνη γνώμη του κ. Δημάρχου και αγαπητού μου συμμαθητή και φίλου, κ. Βοσκόπουλου Ιωάννη, ώστε να σας παρουσιάσω έναν θρίαμβο της ελληνικής ιστορίας, τα γεγονότα του οποίου, εκτός των άλλων, οδήγησαν στην απελευθέρωση της αγαπημένης μας Φλώρινας
Ευχαριστώ και όλους εσάς που είστε σήμερα σε αυτή την αίθουσα και θα με ανεχθείτε για 45 περίπου λεπτά της ώρας.
Κυρίες και Κύριοι
Η ιστορία δεν πρέπει απλά να περιγράφεται, να αναφέρεται και να διδάσκεται.
Πρέπει να τιμάται και να δοξάζονται οι ήρωες, ιδιαίτερα όταν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα συνθέτουν ηρωικούς, πατριωτικούς αγώνες που οδήγησαν σε θρίαμβο όπως ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Πρέπει να αναλύεται διεξοδικά όταν τους αγώνες, ακολούθησαν συμφορές, ήττες, κατοχές και στέρηση της ελευθερίας μας, χωρίς να αποκρύβονται γεγονότα ή λάθη, που αν δεν επισημανθούν, κάποια στιγμή θα επαναληφθούν.
Η σημερινή μου παρουσίαση θα έχει στόχο να σας παρουσιασθούν επίσημα στοιχεία και αριθμός από φωτογραφίες και αποτελείται από τα εξής κεφάλαια.
- την Γενική στρατιωτική Κατάσταση της Ελλάδας πριν 1912,
- το πλαίσιο που συνθέτει το κάδρο των Α’ και Β’ Βαλκανικών πολέμων,
- τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Φλώρινας και
- τον επίλογο.
Στρατιωτική κατάσταση πριν το 1912
Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και το «Μακεδονικό Ζήτημα», που δημιουργήθηκε στο μεταξύ από τη δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη υπάρξεως ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων.
Το 1904 τέθηκαν οι πρώτες υγιείς βάσεις στον τομέα της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, ενώ η τριετία 1909-1912 υπήρξε η κατ’ εξοχήν περίοδος αναγεννήσεώς του από κάθε άποψη. Αφετηρία της τελευταίας αυτής προσπάθειας αποτέλεσε η στρατιωτική επανάσταση τον Αύγουστο του 1909. Μεταξύ των αιτημάτων των επαναστατών αξιωματικών, μελών του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», το κυριότερο ήταν η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός του στρατού, ώστε να γίνει το ταχύτερο αξιόμαχος και ικανός για να ανταποκριθεί στις εθνικές απαιτήσεις εκείνης της περιόδου.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα, το Νοέμβριο του 1910, μετά από πρόσκληση των επαναστατών, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η παρουσία του οποίου επέδρασε αποφασιστικά στην πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της χώρας.
Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, την περίοδο 1904-1912, αφορούσαν κυρίως τη συγκρότηση του στρατού, την κατάστρωση Σχέδιο Επιστρατεύσεως και τη δημιουργία Σώματος Έφεδρων Αξιωματικών. Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού το 1903 ανερχόταν σε 22.000 άνδρες.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2012 κηρύχθηκε επιστράτευση και επακολούθησε συγκέντρωση, οργάνωση, συγκρότηση και προώθηση των δυνάμεων στα δύο θέατρα επιχειρήσεων. Το πρώτο της Θεσσαλίας με 7 Μεραρχίες και 4 τάγματα ευζώνων υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο και το δεύτερο της Ηπείρου με μόνον 8 τάγματα, ενώ η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού έφθασε περίπου τους 130.000 άνδρες.
Το σύνολο του οπλισμού που διέθετε ο στρατός το 1912, ανερχόταν σε 115.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 112.000 τυφέκια Γκρα, 60 πολυβόλα, 7.640 περίστροφα και πιστόλια, 144 πεδινά και 36 ορειβατικά πυροβόλα τύπου Σνάιντερ και Σνάιντερ – Δαγκλή.
Στο Πολεμικό Ναυτικό εκτός του νεοαποκτηθέντος θωρηκτού Αβέρωφ υπήρχαν 3 παλιά θωρηκτά, 14 αντιτορπιλικά, 6 τορπιλοβόλα και ένα υποβρύχιο.
Επίσης ήταν συγκροτημένος ήδη ο πρώτος λόχος αεροπορίας.
Οικονομικά τα ποσά που διατέθηκαν για στρατιωτικές ανάγκες, κυρίως μετά το 1904 και ιδιαίτερα μεταξύ 1910-12, ήταν πολύ μεγάλα και υπερέβαιναν κατά μέσο όρο το 20% του συνολικού προϋπολογισμού του Κράτους.
Το κάδρο των Βαλκανικών Πολέμων
Η αντίστροφη μέτρηση για την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου είχε ξεκινήσει ·τον Οκτώβριο του 1911. Σερβία και Βουλγαρία προσήλθαν σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συνθήκης συμμαχίας. Τελικά, έπειτα από πολύμηνες συνομιλίες και την ενεργό συμμετοχή της Ρωσίας, οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία μόλις το Μάρτιο του 1912.
Αυτή είχε επιθετικό χαρακτήρα, στρεφόμενη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα προέβλεπε το μοίρασμα των προς απελευθέρωση εδαφών της Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, η Σερβία θα λάμβανε τα εδάφη βόρεια της λίμνης Αχρίδας, ενώ η Βουλγαρία τη μερίδα του λέοντος της Μακεδονίας και τη Θράκη.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, γνωρίζοντας ότι ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση στα Βαλκάνια χωρίς την ελληνική συμμετοχή θα έθετε ταφόπλακα στα ελληνικά σχέδια για επέκταση στη Μακεδονία και στη Θράκη, έσπευσε να συμμετάσχει στην κυοφορούμενη κίνηση υπογράφοντας συνθήκη συμμαχίας με τη Βουλγαρία. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν δειλά τον Οκτώβριο του 1911, προσέκρουσαν όμως στη διαφωνία των δύο πλευρών γύρω από το ζήτημα της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία επιζητούσε την αυτονόμησή της, ενώ η Ελλάδα την εκ των προτέρων διανομή.
Μπροστά στο αδιέξοδο που πήγαινε να δημιουργηθεί ο Βενιζέλος, πεπεισμένος ότι ο ελληνικός στρατός ήταν σε θέση να καταλάβει τα διεκδικούμενα εδάφη, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπογραφή της συνθήκης χωρίς όμως να εισαχθεί σ’ αυτήν όρος για την τύχη των προς απελευθέρωση εδαφών. Έτσι, λοιπόν, το Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία προχώρησαν στην υπογραφή αμυντικής συμμαχίας. Η Βαλκανική Συμμαχία της Ελλάδας με την Σερβία και την Βουλγαρία ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1912 με την εισδοχή σ’ αυτήν και του Μαυροβουνίου το Σεπτέμβριο.
Μετά την υπογραφή των στρατιωτικών συμβάσεων, τα βαλκανικά κράτη ήταν πλέον έτοιμα να υλοποιήσουν το σχέδιό τους ήτοι: την αντιμετώπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χωρίς την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και την εκδίωξή της από τη Βαλκανική Χερσόνησο. Πράγματι, στις 25 Σεπτεμβρίου ο βασιλεύς Νικόλαος του Μαυροβουνίου κήρυξε τον πόλεμο για να ακολουθήσουν, στις 5 Οκτωβρίου, και οι υπόλοιποι σύμμαχοι.
Η Ελλάδα, που όπως τονίσαμε διέθετε έναν αναδιοργανωμένο και εξοπλισμένο στρατό, εισήλθε στον πόλεμο αποφασισμένη να ξεπλύνει την ήττα του 1897 και να απελευθερώσει τα υπόδουλα εδάφη
Χαρακτηριστικό της συσπείρωσης και του ενθουσιασμού, με τον οποίο το ελληνικό Έθνος ενεπλάκει στον αγώνα, είναι το γεγονός ότι τις τάξεις του ελληνικού στρατού ήρθαν να πυκνώσουν εθελοντές από τη μακρινή, για τα δεδομένα της εποχής, Αμερική και τον Καναδά, αλλά και περί τους 2000 Έλληνες αδελφοί μας εκ Κύπρου.
Στις 6 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής το Διάδοχο Κωνσταντίνο, διέσχισε τα σύνορα, οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στην Ελασσόνα και την επόμενη ημέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου.
Η διαταγή του ελληνικού στρατηγείου ήταν απλή και σαφής: επίθεση κατά μέτωπο. Οι Έλληνες στρατιώτες επιδεικνύοντας απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα, υπερφαλάγγισαν την οχυρή θέση του Σαρανταπόρου και έτρεψαν τις τουρκικές δυνάμεις σε φυγή.
Κατά τις επόμενες 10 ημέρες ο ελληνικός στρατός, έχοντας απελευθερώσει τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Νάουσα και την Κατερίνη, εστράφη ανατολικά και προωθήθηκε στα Γιαννιτσά, όπου οι Οθωμανοί είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις προκειμένου να ανακόψουν την προέλασή του προς τη Θεσσαλονίκη.
Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πλέον ανοικτός.
Στις 25 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στα περίχωρα της πόλης, με σκοπό την επομένη να κινηθούν εναντίον της. Την ίδια ημέρα οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη έπεισαν τον Τούρκο αρχιστράτηγο Χασάν Ταξίν Πασά να δεχθεί την παράδοση της πόλης για να αποφευχθεί άσκοπη αιματοχυσία.
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης υπεγράφη στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ενώ την επόμενη ημέρα οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμπληρωματικό πρωτόκολλο, με το οποίο ρυθμίζονταν οι λεπτομέρειες της παράδοσης.
Ακολούθως, ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον βασιλέα Γεώργιο και τον διάδοχο Κωνσταντίνο, εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και παρέλασαν στην παραλιακή οδό εμπρός από τον Λευκό Πύργο.
Η πόλη μόλις είχε σωθεί για τον Ελληνισμό, καθώς στις 27 Οκτωβρίου είχε φθάσει στα περίχωρά της, ισχυρή βουλγαρική δύναμη υπό τον στρατηγό Teodorof. Η δύναμη, μάλιστα, αυτή προσπάθησε να εισέλθει βίαια στην πόλη, προκειμένου να δημιουργήσει καθεστώς συνδιοίκησης.
Όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, οι Βούλγαροι ζήτησαν τη μεταστάθμευση στην πόλη δύο βουλγαρικών ταγμάτων, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από τον Έλληνα Αρχιστράτηγο. Τελικά, όμως, στην πόλη εισήλθε ένα ολόκληρο Σύνταγμα.
Η κίνηση αυτή φανέρωνε την πρόθεση των Βουλγάρων να διεκδικήσουν, ακόμη και με τη δύναμη των όπλων, την κατοχή της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία, όμως, είχε φροντίσει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της πόλης.
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου στις 7 Νοεμβρίου απελευθέρωσε τη Φλώρινα και 4 ημέρες αργότερα την Καστοριά.
Παράλληλα με τις νίκες του ελληνικού στρατού στα πεδία των μαχών, ανάλογες επιτυχίες επέδειξε και το ναυτικό υπό τον υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του στις 5 Οκτωβρίου με βασική αποστολή, να καταστεί κύριος του Αιγαίου και να διακόψει τις θαλάσσιες συγκοινωνίες μεταξύ Μικράς Ασίας και ευρωπαϊκής Τουρκίας.
Πράγματι, αφού κατανίκησε δύο φορές τον οθωμανικό στόλο, στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, ο ελληνικός στόλος κατόρθωσε κατά το διάστημα από 6 Οκτωβρίου ως 20 Δεκεμβρίου να απελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου και να αποκλείσει τον τουρκικό στόλο στα στενά των Δαρδανελίων.
Στο μεταξύ, νικηφόρα εξελίσσονταν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των υπόλοιπων Βαλκάνιων συμμάχων, αναγκάζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις αρχές Νοεμβρίου να ζητήσει τη σύναψη ανακωχής. Αυτή υπεγράφη τελικά στις 20 Νοεμβρίου μεταξύ της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, που εκπροσωπούσε και τις κυβερνήσεις της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Η Ελλάδα, αντίθετα, προτίμησε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, αποσκοπώντας στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι κατά την υπογραφή της ανακωχής η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ουσιαστικά απολέσει όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη πλην της παρακείμενης στην Κωνσταντινούπολη περιοχής, της Αδριανούπολης, των Ιωαννίνων και της Σκόδρας.
Στη συνέχεια, το σκηνικό μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων ξεκίνησαν οι συνομιλίες για τη σύναψη ειρήνης. Στις 24 Δεκεμβρίου οι Μεγάλες Δυνάμεις, με διακοίνωση τους ζήτησαν από την Τουρκία την αποδοχή των συμμαχικών όρων.
Ενώ, όμως, η τουρκική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τους όρους της ειρήνης, ξέσπασε αντεπανάσταση στην Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων και η επανάληψη των εχθροπραξιών.
Μετά, την κατάληψη των Ιωαννίνων, οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν άνευ όρων και να υπογράψουν, στις 17 Μαΐου 1913, τη συνθήκη ειρήνης του Λονδίνου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε στους συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά του Αίνου, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις θα καθόριζαν τα σύνορα του νεοσύστατου αλβανικού κράτους και την τύχη των νησιών του Αιγαίου.
Παρά την επιβλητική τους νίκη, σύντομα οι σχέσεις των συμμάχων εντάθηκαν με αφορμή τη διανομή των εδαφών. Αιτία υπήρξε η αδιαλλαξία της Βουλγαρίας και η επιθυμία της να πραγματοποιήσει το όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.
Η βουλγαρική ηγεσία αξίωνε από τους Σέρβους, να τηρήσουν τους σχετικούς με τη διανομή όρους της μεταξύ τους συμμαχίας, ενώ δεν αναγνώριζαν στην Ελλάδα το δικαίωμα κτήσης της Θεσσαλονίκης και απαιτούσαν την απόσυρση του ελληνικού στρατού ανατολικά του Αξιού ποταμού. Παρά τη μεσολάβηση της Ρωσίας και την προσπάθεια εξομάλυνσης των διαφορών, σύντομα η κατάσταση εκτραχύνθηκε και σημειώθηκαν ένοπλα επεισόδια μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων.
Η διαμορφωθείσα κατάσταση ανησύχησε, όπως ήταν φυσικό, τις ηγεσίες Ελλάδας και Σερβίας, οι οποίες αποφάσισαν να προχωρήσουν στην από κοινού αντιμετώπιση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Στις 19 Μαΐου 1913 τα δύο κράτη προχώρησαν στην υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, σύμφωνα με την οποία δεσμεύονταν να μη συνάψουν χωριστή συνθήκη με τη Βουλγαρία και να χαράξουν κοινά σύνορα δυτικά του Αξιού.
Τη νύκτα της 16ης προς 17η Ιουνίου ο Βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε κατά των Ελληνικών και Σερβικών θέσεων, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου. Ο ενδοσυμμαχικός Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και έμελλε να είναι ιδιαίτερα σκληρόςΗ τελική πράξη των δύο Βαλκανικών Πολέμων έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι, όπου στις 28 Ιουλίου 1912 υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη. Η Ελλάδα εξερχόταν των Βαλκανικών Πολέμων με αυξημένο το στρατιωτικό της γόητρο και έχοντας πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των εθνικών της διεκδικήσεων. Συγκεκριμένα, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν σημαντικά τμήματα της Μακεδονίας και της Ηπείρου και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Η έκταση της χώρας από 64 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα αυξήθηκε σε 120, ενώ ο πληθυσμός από 2 εκατομμύρια 800 χιλιάδες έφθασε τα 5 εκατομμύρια.
Μέσα σε αυτό το ηρωικό για την εποχή Μωσαϊκό διαδραματιστήκαν και οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της ιδιαιτέρας πατρίδας μας της Φλώρινας, τις οποίες θα προσπαθήσω να συνοψίσω ακολούθως.
Απελευθέρωση Φλώρινας
Η Στρατιά της Θεσσαλίας μετά από νικηφόρους αγώνες στη Θεσσαλία, την απελευθέρωση της Κατερίνης, της Κοζάνης, της Βέροιας, και της Νάουσας, προέλαυνε προς το Μοναστήρι, όταν διατάθηκε από τον πρωθυπουργό Βενιζέλο να στρέψει τις επιχειρήσεις της ανατολικά ώστε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Από τη Βέροια όπου ήταν το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε διαταγές προς τις μεραρχίες, αλλά αξίζει να σταθούμε πιο αναλυτικά στην αποστολή της 5ης Μεραρχίας. Της ανατέθηκε την 16 Οκτ 12, να καλύπτει το αριστερό της Στρατιάς, η οποία Στρατιά θα επιχειρούσε στη πεδιάδα των Γιαννιτσών.
Το όριο ήταν να μην υπερβεί το χωριό Περδίκα αλλά επειδή κάθε επιτυχής επιθετική ενεργεία της Μεραρχίας εξασφάλιζε ακόμα περισσότερο το πλευρό της Στρατιάς, ο διάδοχος Κωνσταντίνος έδωσε εντολή στον Διοικητή της Μεραρχίας να πράξει κατά τη κρίση του, έτσι ώστε, εάν υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες να προελάσει μέχρι Αμύνταιου και ακόμα μέχρι Μοναστηρίου. Αυτό το οποίο δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να συμβεί, ήταν να εκτεθεί σε ήττα, καθότι ενδεχομένως να επηρέαζε τις επιχειρήσεις ανατολικά και θα άφηνε ακάλυπτο το πλευρό και τα νώτα της Στρατιάς.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας προώθησε τη δύναμη προς Βορρά και δυο μέρες αργότερα, στις 18 Οκτ 12 ήταν στην περιοχή του Αμύνταιου. Η αντίσταση των Τούρκων ήταν μικρή και την εκτίμησε ως διαχειρίσιμη και έτσι αποφάσισε να εξαντλήσει τους όρους της εντολής που είχε. Έτσι στις 21 Οκτ. 12 εξέδωσε διαταγή για προώθηση προς Μοναστήρι, όμως εκεί είχε συγκεντρωθεί ο όγκος του Τούρκικου Στρατού μετά την πίεση των Σέρβων. Κάθε επιθετική ενεργεία της Μεραρχίας δεν καρποφόρησε και έτσι άρχισε η σύμπτυξη της με αμυντική κατ αρχήν διάταξη στη περιοχή του Αμύνταιου.
Οι Τούρκοι έλαβαν επιθετική πρωτοβουλία αλλά μέχρι την 23 Οκτ η Μεραρχία κράτησε τις θέσεις της. Τη Ν 23 προς 24 Οκτ ένα μικρό τουρκικό τμήμα με οδηγούς χωρικούς που γνώριζαν την περιοχή επιτέθηκε αιφνιδιάστηκα και επέφερε πανικό σε ένα λόχο μηχανικού και ο πανικός διαδόθηκε σε όλη τη Μεραρχία η όποια άτακτα οπισθοχώρησε μέχρι τη Κοζάνη. Εκεί της διατέθηκαν ενισχύσεις με κυριότερες αυτές του Αποσπάσματος Ευζώνων Γενναδη και άρχισε η ανασυγκρότηση της η όποια τέλειωσε ουσιαστικά στις αρχές Νοέμβριου.
Ευτυχώς οι επιτυχίες της Στρατιάς και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης δεν επέτρεψαν στους Τούρκους την εκμετάλλευση της αναλογικά μικρής αυτής ήττας, που αν δεν συνέβαινε, ίσως η απελευθέρωση της Φλώρινας γινόταν πριν την αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης, κα αυτό θα βοηθούσε την έγκαιρη προώθηση της Στρατιάς στο Μοναστήρι, ενδεχομένως πριν την 5 Νοέμβριου που καταλείφθηκε από τους Σέρβους. Αυτή είναι όμως μια παρακινδυνευμένη ανεπίσημη εκτίμηση εκ του ασφαλούς.
Μετά τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 27 Οκτωβρίου 1912, το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε τη συνέχιση των επιχειρήσεων με σκοπό την απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί για την παραπέρα ενέργεια της στρατιάς, το γενικό στρατηγείο αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης εξέδωσε την 29η Οκτωβρίου γενική διαταγή επιχειρήσεων με την οποία οι δυνάμεις που βρισκόταν στη Μακεδονία διαιρούνταν σε τρεις ομάδες ως εξής:
~ την αριστερή με το Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης, δηλαδή την 5η μεραρχία και το απόσπασμα Ευζώνων υπό τον Σχη Μηχανικού Γεννάδη Στέφανο
~ την ομάδα του κέντρου με την 1η (Μανουσογιαννάκης), 3η (Δαμιανός), 4η (Μοσχόπουλος) και 6η (Μηλιώτης) μεραρχίες, και μία ταξιαρχία ιππικού, όλες υπό τις άμεσες διαταγές του Αρχιστρατήγου Κωσταντίνου και
~ την δεξιά με την 2η (Καλλάρης) την 7η (Σωτίλης) το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου και ένα Σύνταγμα ιππικού υπό τον διοικητή της 2ης Μεραρχίας.
Το γενικό στρατηγείο (Δαγκλής) επίσης πρότεινε στο υπουργείο στρατιωτικών να αποβιβαστούν αγήματα στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη όπου δεν υπήρχαν τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις για την κατάργηση της τουρκικής διοικήσεως και την ανάληψη της αρχής από τους Έλληνες.
Επίσης πρότεινε να αποβιβαστούν ελληνικές δυνάμεις στην Αλεξανδρούπολη για να μεταφερθούν από εκεί Σιδηροδρομικώς στην Κωνσταντινούπολη και να εισέλθουν μαζί με τα βουλγαρικά στρατεύματα στην πόλη ή πτώση της οποίας σύμφωνα με πληροφορίες θεωρούνταν βέβαιη.
Στις προτάσεις αυτές του γενικού στρατηγείου το Υπουργείο στρατιωτικών (Ζορμπάς) απάντησε με τηλεγράφημα του στις 31 Οκτωβρίου, ότι εφόσον μετά την απελευθέρωση του Μοναστηρίου και των Ιωαννίνων υπήρχε δυνατότητα να διατεθεί μία Μεραρχία θα ήταν σκόπιμο αυτή να καταλάβει τη Χερσόνησο της Καλλίπολης προκειμένου να εξασφαλίσει την Ελεύθερη διάβαση του στόλου από τον Ελλήσποντο προς την Κωνσταντινούπολη
Στο μεταξύ το Υπουργείο στρατιωτικών με τηλεγράφημά του προς το γενικό στρατηγείο στις 30 Οκτωβρίου συνιστούσε συνδυασμένη ενέργεια με τους Σέρβους κατά του Μοναστηρίου για την ταχεία εκκαθάριση της καταστάσεως και την πρόληψη διαφυγής των τουρκικών Δυνάμεων προς τα Ιωάννινα καθώς και η ενίσχυση του εκεί αμυνόμενου τουρκικού Στρατού. Πέρα από αυτό επεσήμανε την ανάγκη αποστολής ενισχύσεων στην Ήπειρο από το θέατρο επιχειρήσεων Μακεδονίας για την επίσπευση της καταλήψεως των Ιωαννίνων.
Απαντώντας ο Δαγκλής στις 2 Νοεμβρίου ανέφερε ότι προς το παρόν δεν ήταν δυνατή η εξασθένηση του στρατού Μακεδονίας γιατί επιβαλλόταν συνέχιση των επιχειρήσεων προς το Μοναστήρι μέχρι την πλήρη καταστροφή των εκεί τουρκικών Δυνάμεων, οπότε έτσι θα υποβοηθηθούν έμμεσα οι επιχειρήσεις του στρατού προς τα Ιωάννινα.
Στο μεταξύ το Υπουργείο στρατιωτικών πληροφόρησε το γενικό στρατηγείο ότι η Τουρκία ζήτησε από τη Βουλγαρία ανακωχή και η τελευταία ρωτούσε με ποιους όρους η Ελλάδα θα δεχόταν την πρόταση αυτή.
Η γνώμη της Ελληνικής Κυβερνήσεως για την αποδοχή της προτεινόμενης ανακωχής ήταν να παραδοθούν από τους Τούρκους τα Ιωάννινα στον ελληνικό στρατό και το Μοναστήρι στις συμμαχικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Σερβίας ενώ παράλληλα το Υπουργείο στρατιωτικών συνιστούσε την επίσπευση της προέλασης του στρατού προς το Μοναστήρι.
Το γενικό στρατηγείο απάντησε ότι συμφωνεί με τους όρους της Κυβερνήσεως για τη σύναψη ανακωχής με την Τουρκία με την προσθήκη όμως να επιτραπεί στον ελληνικό στόλο η ελευθερία διελεύσεως των Δαρδανελίων και της Προποντίδας για τον έλεγχο τυχόν μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων στη Θράκη και τη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της ανακωχής.
Η προέλαση των ελληνικών Δυνάμεων συνεχίζεται. Την 5η και 6η Νοεμβρίου 1912:
~η 5η Μεραρχία προελαύνει προς Πτολεμαΐδα, Περδίκα και Βεύη και σταθμεύει στο χωριό Ξινό Νερό
~η 4η Μεραρχία κινείται προς το Αμύνταιο το πέρασε και προελαύνει προς τα στενά του κλειδιού
~η 6η Μεραρχία στα ανατολικά της Άρνισσας και στην αμαξιτή οδό προς Κέλλη όπου και διανυκτερεύει
~η 3η Μεραρχία με δύο συντάγματα στα χωριά Παναγίτσα και Ζέρβη και
~η 1η Μεραρχία στην περιοχή του χωριού Άγρας που προωθείται στα υψώματα ανατολικά της Άρνισσας
Στο μεταξύ ο αρχηγός του στρατού ενημέρωσε την κυβέρνηση για την ταχεία προέλαση του στρατού ζητώντας ταυτόχρονα να καθοριστεί το όριο μέχρι το οποίο έπρεπε να φτάσει και να ενημερωθεί για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων
Απαντώντας το υπουργείο στρατιωτικών γνώρισε στο Γενικό στρατηγείο σύμφωνα με τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή στο Βελιγράδι ότι αναγγέλθηκε επίσημα εκεί η κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους και η παράδοση σε αυτούς περίπου 40.000 αιχμαλώτων του τουρκικού στρατού.
Μετά από αυτά το γενικό στρατηγείο εξέδωσε την επομένη διαταγή στις 6 Νοεμβρίου με την οποίαν το
~1ο σύνταγμα ιππικού θα προέλαυνε στη Φλώρινα,
~η 3η Μεραρχία θα κινούταν προς το χωριό Λόφοι,
~η 6η Μεραρχία στην Βεύη,
~η 1η Μεραρχία στο χωριό Κέλλη,
~η 4η Μεραρχία στο χωριό Σιταριά και η
~5η Μεραρχία στο χωριό Άγιος Βαρθολομαίος.
Το 1ο σύνταγμα ιππικού (Ζαχαρακόπουλος) κινήθηκε από τις Πρωινές ώρες και αφού προσπέρασε την 6η Μεραρχία έφτασε στο σταθμό Βεύης από όπου συνέχισε προς τη Φλώρινα. Περί τις 11:30 κατέλαβε το σιδηροδρομικό σταθμό Φλώρινας όπου συνέλαβε περίπου 100 αιχμαλώτους και κυρίευσε άφθονο πολεμικό υλικό, 12 ατμομηχανές και 300 σιδηροδρομικά οχήματα.
Συνεχίζοντας τη κίνηση του έφτασε κοντά στην πόλη όπου διέκρινε μεγάλη τουρκική φάλαγγα να συμπτύσσεται από το Μοναστήρι μέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι. Ύστερα από αυτό επιτάχυνε την πορεία του και περί τις 1:30 το μεσημέρι η εμπροσθοφυλακή έφτασε στην παρυφή της πόλεως οπότε ο επικεφαλής (Επίλαρχος Αρτης) κάλεσε τις τουρκικές αρχές να δηλώσουν υποταγή.
Πράγματι μετά από λίγο μία επιτροπή δήλωσε την παράδοση της πόλεως στον ελληνικό στρατό, για να επακολουθήσει αιχμαλωσία, αφοπλισμός των τουρκικών τμημάτων που βρισκόταν στην πόλη, δηλαδή περίπου 1300 άντρες, καθώς και καταδίωξη μέχρι τις βραδινές ώρες της τουρκικής δυνάμεως που συμπτυσσόταν προς το Πισοδέρι.
Τις απογευματινές ώρες έφτασε και παρουσιάστηκε στο διοικητή του συντάγματος ιππικού Σέρβος αξιωματικός ο οποίος τον παρακάλεσε να επιτρέψει την είσοδο μία σερβικής ίλης ιππικού στην πόλη για διανυκτέρευση. Ο διοικητής του συντάγματος ενέκρινε την αίτηση και η σερβική Ίλη εισήλθε στην πόλη.
Το γεγονός αναφέρθηκε αμέσως στο γενικό στρατηγείο με την πληροφορία για τη σύμπτυξη μέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι, μιας δύναμης περίπου 30 χιλιάδων ανδρών του τουρκικού στρατού που προερχόταν από το Μοναστήρι.
Την ίδια μέρα Έλληνας αξιωματικός παρατήρησε και ανέφερε σύναξη μεγάλου μέρους του τουρκικού στρατού μεταξύ του βορείου μέρους της λίμνης Πρέσπας και της Φλώρινας με κατεύθυνση προς την Κορυτσά, καθώς και την είσοδο των σέρβων στο Μοναστήρι.
Ο αρχηγός Στρατού με τηλεγράφημα του ανέφερε αμέσως τις πληροφορίες αυτές τον Πρωθυπουργό επισημαίνοντας ότι η σύμπτυξη Δυνάμεων περίπου 30 χιλιάδων ανδρών τουρκικού Στρατού μέσω της Φλώρινας προς τα δυτικά επέβαλε άμεσα την καταδίωξη του μέχρι της Κορυτσάς.
Επίσης ανέφερε την ανάγκη του στρατεύματος για μικρή ανάπαυση, αλλά και εφοδιασμό σε χειμερινά είδη. Πράγματι η στρατιά από την έναρξη του πολέμου δηλαδή σε χρονικό διάστημα ενός περίπου μήνα είχε διανύσει περίπου 500 χιλιόμετρα προέλασης και μάχης κάτω από δυσμενείς συνθήκες καιρού και εδάφους και ήταν φυσικό να έχει ανάγκη για ανάπαυση και ανεφοδιασμό.
Στις 8 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους ενώ επίσημα απελευθερώθηκε η Φλώρινα με την παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου στην επίσημη δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Το 1ο σύνταγμα ιππικού συνέχισε να καταδιώκει τα τουρκικά τμήματα που συμπτύσσονταν κατά μήκος της αμαξιτής οδού προς το Πισοδέρι, συνέλαβε περίπου 200 αιχμαλώτους, αλλά λόγω της πυκνής ομίχλης και του χιονιού που συνάντησε υποχρεώθηκε να διακόψει την παραπέρα καταδίωξη και διανυκτέρευσε στο χωριό Άλωνα.
Η 4η Μεραρχία που είχε αποστολή να συνεχίσει προς το χωριό Άλωνα κινήθηκε με μεγάλη βραδύτητα εξ αιτίας του λασπώδους εδάφους και μόλις τις μεσημβρινές ώρες κατόρθωσε να φτάσει στη Φλώρινα. Επακόλουθο αυτού ήταν και το 8ο Σύνταγμα πεζικού που βρισκόταν από την προηγούμενη μέρα στην πόλη να μην κινηθεί για την καταδίωξη του τουρκικού στρατού. Επίσης λίγο πριν το μεσημέρι έφτασε και στάθμευσε προσωρινά στην πόλη της Φλώρινας και μία σέρβικη Μεραρχία ιππικού ύστερα από σχετική άδεια των ελληνικών αρχών.
Στις 10 Νοεμβρίου ο αρχηγός Στρατού με τηλεγράφημά του προς τον Πρωθυπουργό υπέβαλε την πρόταση να ενισχυθεί με το στόλο η προσπάθεια των σέρβων προς το Δυρράχιο ούτως ώστε να κυκλωθεί ο τουρκικός Στρατός και να εκχωρηθεί το Δυρράχιο στους Σέρβους με αντάλλαγμα να δοθεί στην Ελλάδα το Μοναστήρι.
Στις 12 Νοεμβρίου ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος μετέβη σιδηροδρομικώς στο Μοναστήρι για να επισκεφτεί τον διάδοχο της Σερβίας και όταν επέστρεψε στη Φλώρινα στις 13 Νοεμβρίου ανέφερε στο υπουργείο στρατιωτικών τις συζητήσεις που είχε και την επιθυμία των Σέρβων να γίνει πιο συχνή επικοινωνία των 2 συμμαχικών στρατηγείων για την καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την δύναμη, τις ενέργειες και την κατάσταση των Τούρκων στην Κορυτσά.
Στις 18 Νοεμβρίου ο επικεφαλής του γενικού στρατηγείου Δαγκλής, που ευρίσκετο ήδη στη Φλώρινα, υπέβαλε τηλεγραφικά, στον αρχηγό Στρατού στη Θεσσαλονίκη, εκτίμηση για την παραπέρα διεξαγωγή του πολέμου με την οποίαν προτεινόταν η συγκρότηση τμήματος στρατιάς από την 3η, 5η, και 6η Μεραρχίες και το 1ο σύνταγμα ιππικού για τη συνέχιση των επιχειρήσεων κατά των τουρκικών Δυνάμεων που παρέμειναν στην περιοχή της Κορυτσάς. Οι λοιπές Μεραρχίες θα συγκεντρωθούν στη Θεσσαλονίκη ώστε είναι διαθέσιμες για ενδεχόμενη εκστρατεία στη Χερσόνησο της Καλλίπολης.
Ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε την παραπέρα προέλασή του και μετά από περίπου ενάμιση μήνα συνεχών αγώνων κάτω από δυσμενείς συνθήκες καιρού και εδάφους, έγινε κύριος ολόκληρης της Δυτικής Μακεδονίας και του υψιπέδου της Κορυτσάς, υποχρεώνοντας τις τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν είτε προς το εσωτερικό της Αλβανίας, είτε προς τα Ιωάννινα.
Η επιτυχία αυτή ήταν σημαντική, γιατί πέρα από την απελευθέρωση των ελληνικότατων αυτών περιοχών, εξοικονομήθηκαν δυνάμεις, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την εξασφάλιση της Θεσσαλονίκης από τη συνεχώς αυξανόμενη βουλγαρική απειλή
Επίλογος
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ήταν ένα θαύμα, όμως το αποτέλεσμα τους ήταν θαυμαστό. Ήταν το προϊόν συγκεκριμένων συγκυριών και ιστορικών οικονομικών, στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματικών διαδικασιών.
Η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, ήρθε μέσα από τις διαδικασίες οικοδόμησης διεθνούς εμπιστοσύνης, που ακολούθησαν την πτώχευση και την καταστροφή του 1897.
Η ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού και του στόλου ήρθε ως αποτέλεσμα της οικονομικής βελτίωσης αλλά και της εξισορρόπησης των πολιτικών εντάσεων που είχαν δρομολογηθεί από την εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910) και την αναθεώρηση του Συντάγματος (1911).
Η συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή το 1912 μέσα στο πλαίσιο των ελεγχόμενων ακόμη ανταγωνισμών των μεγάλων Δυνάμεων, που σύντομα θα οδηγούσαν στο Μεγάλο Πόλεμο.
Οι συμμαχίες αυτές έδωσαν, τη δυνατότητα στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στρατό να ξεδιπλώσει τις πολεμικές αρετές του και στο Επιτελείο να εφαρμόσει με άνεση τα στρατηγήματά του.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν μέρος της εθνικής μας ιστορίας, όπως και όλοι οι πόλεμοι του ελληνικού κράτους, επιτυχείς ή ανεπιτυχείς. Είναι όμως ανάγκη να τους θυμόμαστε, προκειμένου να κατανοήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν σ’ ολόκληρη την ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει τα σύνδρομα που την ταλάνιζαν στα τέλη του 19ου αιώνα και να εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο.
Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αγνοείται πως, παρά τη σχετική συντομία τους, οι πολεμικές επιχειρήσεις στην ξηρά και τη θάλασσα δεν ήταν ένας περίπατος, Μπορεί οι απώλειες των επιχειρήσεων να μην ήταν τεράστιες, όπως στους πολέμους που ακολούθησαν.
Όπως φαίνεται σκληρός εχθρός μας, ήταν επίσης η βροχή, το χιόνι, τα κρυοπαγήματα, η λάσπη η κόπωση οι ψείρες, η πείνα, ο πυρετός, η βραδεία περίθαλψη των τραυματιών, η αναμονή, η αγωνία η νοσταλγία για την οικογένεια και ο καθημερινός αγώνας του κάθε Έλληνα στρατιώτη και ναύτη.
Ειδικά για μας τους Μακεδόνες οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν η κορυφαία στιγμή της ιστορίας μας. Η απελευθέρωση από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Η γενιά των Βαλκανιομάχων είχε γαλουχηθεί διαφορετικά με έναν πατριωτισμό που προσπαθούσε να δημιουργήσει και να συντηρήσει σύνορα, όχι μόνο στην ιδεολογία, αλλά και στην πράξη, ανθρώπους έτοιμους να πεθάνουν για την πατρίδα, μια υπέροχη Ελλάδα.
Για μια Ελλάδα, στην οποία πίστευαν αν και δεν ζούσαν .
Ο εχθρός δεν ήταν θεωρητικός, Ήταν απέναντί τους, Τον έβλεπαν στα μάτια, όταν εξορμούσαν «εφ’ όπλου λόγχη». Οι απώλειες δεν ήταν αόριστες «θυσίες του έθνους. Ήταν συνάδελφοι, φίλοι τους.
Οι αξιωματικοί πέθαναν στην πρώτη γραμμή μπροστά στους στρατιώτες, με το πιστόλι στο ένα χέρι τους, κρατώντας στο άλλο τους χέρι το ξίφος τους ή τη σημαία του Συντάγματος.
Τα τοπωνύμια δεν ήταν σημεία του χάρτη· ήταν πεδία μαχών και τόποι ταφής φίλων και αδελφών.
Πολεμούσαν όλοι τους για ιδέες, που είχαν μάθει από τους γονείς τους, στα ολιγόχρονα μαθητικά τους χρόνια και κυρίως στον αγώνα της ζωής.
Οι Έλληνες πολεμιστές του ’12 δεν είχαν απολαβές και προστασία, ούτε καν συντάξεις.
Δεν είχαν αξιώσεις από το δημόσιο, ούτε βάσιζαν το μέλλον τους σ’ αυτό. Δεν πολέμησαν για το κράτος, αλλά για την Ελλάδα.
Μας το δίδαξε με το παράδειγμα της η Μαντώ Μαυρογένους το 21 και το επιβεβαίωσαν οι περίπου 2000 Ελληνοκύπριοι, εθελοντές αγωνιστές των Βαλκανικών πολέμων, που στάθηκαν πλάι στους αδελφούς τους.
Είναι προφανές ότι σήμερα έχουμε ανάγκη από τα υψηλά ιδανικά, της πατρίδας, της σημαίας, του έθνους, αλλά και της θρησκείας και της παιδείας.
Έχουμε ειρήνη, όμως βιώνουμε ένα διαφορετικό σκληρό πόλεμο, που έχει εχθρό απρόσωπο και είναι επίσημα ακήρυχτος, αλλά βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στο οικονομικό επίπεδο, απειλεί την κοινωνική συνοχή και υπονομεύει σταδιακά και σταθερά την ελευθερία μας.
Πολλές φορές στην ιστορία μας υπήρξε ο στόχος να αφανισθεί ο Ελληνισμός. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Θα μείνουμε όρθιοι. Διότι ο στοχασμός μας από τα διδάγματα της πλούσιας ιστορικής μας κληρονομιάς, μας οδηγεί ασφαλώς στο συμπέρασμα ότι ο διαχρονικός ελληνισμός δεν έχει όρια, δεν έχει σύνορα, είναι ιδέα, είναι ένα λαμπρό φως που τόσους αιώνες μας κρατά όρθιους.
Είναι προνόμιο να είσαι Έλληνας. Αυτό πρέπει να διδάξουμε σε όλους τους νέους μας. Διότι τα νέα παιδιά που πολλές φορές τολμάμε εμείς, που η πατρίδα δεν μας έδωσε την ευκαιρία να πολεμήσουμε για την ελευθερία, διότι την κληρονομήσαμε ως ανεκτίμητο δώρο από τους ήρωες του παρελθόντος, τολμάμε να ξεστομίσουμε ότι είναι παιδιά καλοαναθρεμμένα, παιδιά των υπολογιστών και των κλιματιστικών, παιδιά της διασκέδασης.
Το DNA των ηρώων μας, το έχουμε μέσα μας, το μεταδώσαμε σε αυτούς τους νέους, και αν κατανοήσουν το προνόμιο αυτό, του να είσαι Έλληνας, θα κάνουν πολλά περισσότερα από τους προγόνους μας. Οι νέοι αφυπνίζονται στα δύσκολα.
Εμείς λοιπόν, όλοι οι Έλληνες μαζί, μονιασμένοι, έχουμε υποχρέωση στους νεκρούς και τους αγέννητους αυτού του τόπου, να αντιμετωπίσουμε κάθε μορφής πόλεμο, με μία και μόνο επιλογή, να οδηγηθούμε σε νίκη με ψηλά το κεφάλι, ακολουθώντας, μεταξύ των άλλων, το παράδειγμα των ηρώων και του 1912-13.
Σας ευχαριστώ πολύ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλες και όλους.
Βιογραφικό Στρατηγού Γεωργίου Μπασιακούλη
Ο Γεώργιος Μπασιακούλης, γεννήθηκε στη Φλώρινα το Νοέμβριο του 1957, εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1975 από την οποία αποφοίτησε το 1979 ονομασθείς Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.
Αποφοίτησε επιτυχώς από τα Σχολεία Βασικής και Προκεχωρημένης εκπαίδευσης του Πυροβολικού, την Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας.
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, υπηρέτησε ως Διοικητής Πυροβολαρχίας, ως Διοικητής Μοίρας και ως Επιτελής σε Μονάδες και Διοικήσεις Πυροβολικού.
Επιπλέον υπηρέτησε, ως Επιτελής στη Διεύθυνση Αμυντικής Πολιτικής του ΓΕΕΘΑ, στη θέση τρεχουσών πληροφοριών του Στρατιωτικού Επιτελείου της Δυτικοευρωπαϊκής και Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, καθώς και ως Εθνικός αντιπρόσωπος στο Ανώτατο Συμμαχικό Στρατηγείο Μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ, στο Norfolk των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Ως ανώτατος αξιωματικός διετέλεσε, Διευθυντής του Κέντρου Χειρισμού Κρίσεων του ΓΕΕΘΑ, Διοικητής της Σχολής Πυροβολικού, Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού και του Νατοϊκού Στρατηγείου Ταχείας Αντίδρασης και Στρατιωτικός Αντιπρόσωπος στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την διάρκεια της προεδρίας της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Τελευταία στάση της καριέρας του η Κύπρος, όπου διετέλεσε Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς για τρία περίπου χρόνια.
Είναι νυμφευμένος με την Παρασκευή Μπασιακούλη, με την οποία απέκτησαν δύο αγόρια, τον Ευάγγελο και τον Σωκράτη.