Όταν έρθει η ώρα θα σε πάρω εγώ
Σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι στην ράχη ενός λόφου κατοικούσε ένας νεαρός πεταλωτής, ήταν μοναχικός μα καλόκαρδος και ευγενικός ζούσε μακριά από τους γονείς και τα αδέλφια του.
Δεν ήταν κακός παρά μόνο λίγο ιδιόρρυθμος, εξυπηρετούσε τους πελάτες και φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο τα άλογα τους, για όλους είχε να πει μια καλή κουβέντα μόνο αύτη η ιδιορρυθμία η τάση της αποξένωσης τον έκανε λίγο δύσκολο στα μάτια του κόσμου.
Όταν δεν είχε δουλειά τον χειμώνα ή τις βροχερές μέρες καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα και αγνάντευε από το παράθυρο την υπέροχη φύση.
Ένα σούρουπο παγωμένο που προμήνυε ισχυρή καταιγίδα εμφανίστηκε ένας ψιλόλιγνος λευκοντυμένος καβαλάρης πάνω σε ένα μαύρο άλογο, χαιρέτησε τον πεταλωτή και του είπε: Έχω να κάνω μεγάλο ταξίδι, το άλογο μου έχασε ένα πέταλο θέλω να το φροντίσεις.
Ο πεταλωτής με προθυμία του έγνεψε θετικά και οδήγησε τον λευκοντυμένο καβαλάρη με το μαύρο άλογο στον αχυρώνα, εκεί τοποθέτησε νέο πέταλο τάισε πότισε και χτένισε το άλογο.
Ο λευκοντυμένος καβαλάρης εντυπωσιάστηκε από την καλή δουλεία αλλά κυρίως από την εξυπηρέτηση…έδωσε στο άλογο πολύ περισσότερα από ότι του ζήτησε κάτι που το χρειαζόταν, τους περίμενε μεγάλο ταξίδι!
Ανέβηκε στο λευκό άλογο και πριν τραβήξει τα γκέμια να ξεκινήσει είπε στον πεταλωτή:
Σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής σου κάλεσε με θα εμφανιστώ αμέσως μπροστά σου ότι μου ζητήσεις θα το κάνω αλλά φεύγοντας θα σε πάρω μαζί μου.
Ο πεταλωτής αποκρίθηκε: Ξένε πριν φύγεις πες μου το όνομα σου πως θα σε φωνάξω…
«Άγγελο» με λένε του απάντησε, πες το όνομα μου δυνατά και θα σε ακούσω όπου και να είμαι.
Σε λίγους μήνες έφτασαν τα κακά μαντάτα ο γέροντας πατέρας του βαριά άρρωστος ζήτησε να τον δει, ο πεταλωτής κατηφόρισε στο πατρικό του σπίτι έμεινε όλο το βράδυ μαζί του ξαγρύπνησε στο πλευρό του, τα ξημερώματα ο γέροντας πατέρας με τρεμάμενη και αδύναμη φωνή του είπε: Ήρθε η ώρα να φύγω το αισθάνομαι κράτα μου το χέρι το έχω ανάγκη.
Ο πεταλωτής θυμήθηκε αμέσως το γεγονός που του συνέβη πριν λίγους μήνες και φώναξε με όλη την δύναμη του:
«Άγγελε» που είσαι σε χρειάζομαι, μονομιάς εμφανίστηκε και του είπε «πες μου τι θες να κάνω για σένα», δώσε ζωή στον πατέρα μου μην τον αφήνεις να φύγει.
Θα το κάνω αποκρίθηκε ο «Άγγελος» αλλά εσύ θα έρθεις μαζί μου, χίλιες φορές του απάντησε ο νεαρός πεταλωτής χωρίς κανένα δισταγμό.
Ο «Άγγελος» εντυπωσιασμένος από την προθυμία να ανταλλάξει την νεανική ψυχή του με του γέροντα πατέρα δεν τράβηξε τα γκέμια για να συνεχίσει το αέναο ταξίδι της συλλογής των ψυχών, αντίθετα αποφάσισε να αλλάξει την συμφωνία.
Πλησίασε τον ετοιμοθάνατο γέροντα του κράτησε το χέρι σφιχτά και με «φλεγόμενη» γλώσσα αναφώνησε: «Κράτα την πύλη της ψυχής σου κλειστή, δια πυρός και σιδήρου κρατήσου στην ζωή», μετά έστρεψε το βλέμμα του στον πεταλωτή και είπε: Αξίζεις μια καλύτερη τύχη και μην ανησυχείς ζήσε με τα χρόνια του Αβραάμ και τα αγαθά του Ισαάκ, δούλεψε σκληρά και αγωνίσου στην ζωή «όταν έρθει η ώρα θα σε πάρω εγώ».
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος.
Εκδότης ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.
τ. Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος
TV ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ