Πρόσεχε, παιδί μου…
Είναι καιρός που μας προβληματίζουν οι απανωτές αυτοκτονίες σε διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας. Κι όμως ήταν καιρός που στην πατρίδα μας ήταν άγνωστη ή σπανιότατη η αυτοκτονία.
Τι να φταίει άραγε που τώρα δεν προλαβαίνουμε να τις μετρούμε;
Ας δούμε γι΄αυτό ένα δύο κείμενα ενδεικτικά των αιτίων που οδηγούν σε μια τέτοια απόφαση.
”Δεν αντέχω άλλο αυτήν τη ζωή. Κουράστηκα να αγωνίζομαι. Βαρέθηκα τους ψυχαναγκασμούς, τις σκέψεις, τον εγωισμό και τα ελαττώματα μου. Μισώ τον εαυτό μου. Ό,τι με περιβάλλει. Εκτός από τη φύση και τα γατάκια μου που δε μου έχουν φταίξει σε τίποτα. Αυτή η ζωή είναι ανυπόφορη. Χωρίς νόημα. Άδεια. Μακάρι να μπορούσα να διαγράψω τα τρία τελευταία χρόνια. Φοβάμαι την αυτοκτονία. Γι’αυτό στις δύο προηγούμενες απόπειρες δείλιασα. Ενημέρωσα τους γονείς μου. Πανικοβλήθηκα. Είμαι τόσο νέα ακόμα. Μόλις 16 ετών. Σε μία κρίσιμη περίοδο της ζωής μου κατέρρευσα. Δε φοβάμαι τον πόνο πολύ,ούτε το θάνατο. Τις συνέπειες αυτής μου της πράξης σκέφτομαι μόνο. Οι γονείς μου θα στενοχωρηθούν ,θα κλάψουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα,όμως θα συνεχίσουν τη ζωή τους και θα αποτελέσω μία δυσάρεστη ανάμνηση για εκείνους. Η αυτοκτονία είναι αμαρτία. Δε θα κηδευτώ. Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι το τι θα ακολουθήσει μετά το θάνατο. Θα γελάτε φαντάζομαι. Ίσως είμαι παρανοϊκή. Κουράστηκα πλέον. Δεν πρόκειται να καταφέρω τίποτα. Άδικα κουράζομαι. Περισσότερο με πληγώνει το γεγονός πως ο κόσμος προοδεύει, αγωνίζεται, ερωτεύεται . Ενώ εγώ παραμένω στάσιμη εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια στην κατάθλιψη, τους ψυχαναγκασμούς, τα χάπια και τον ύπνο. Φθάνει πια. Τα υπνωτικά χάπια τα απέρριψα εξ’αρχής. Έχω βιώσει ήδη δύο φορές την εμπειρία της επίπονης πλύσης στομάχου. Τι να κάνω; Πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης; Θα αναγκαστώ να δώσω ένα τέλος εγώ;”
(Από το ίντερνετ)
Κατ΄αρχήν, αν ζεις ακόμη, έλα, παιδί μου, ν΄ανοίξουμε ένα σύντομο διάλογο.
Μέσα στο κείμενό σου φαίνεται πως στη ζωή σου δεν είχες πνευματικά ερείσματα.
Ήσουν πεταμένη μεσοπέλαγα της ζωής, χωρίς προηγουμένως να σου μάθει κάποιος να κολυμπάς επιδέξια.
H ζωή όλων μας είναι μια ατέρμονη θάλασσα που εννιά φορές έχει φουρτούνα και μία νηνεμία.
Και σ΄αυτήν όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε, για να φτάσουμε σε μια στεριά.
Αν μας αρπάξει στα βαθιά και δεν ξέρουμε κολύμπι ή είμαστε χωρίς σωσίβιο χάσαμε το παιχνίδι.
Και κολύμπι καλό σημαίνει να ξέρεις να ελίσσεσαι. Να της ξεφεύγεις, όταν σε απειλεί.
Να έχεις, να ψάχνεις και να βρίσκεις εναλλακτικές λύσεις, όταν σε απελπίζει.
Και αυτές μπορείς να τις δανείζεσαι από άλλους, που ψήθηκαν στις ιδιοτροπίες της.
Κι εσύ δε φαίνεται να είχες τέτοιες εμπειρίες.
Ύστερα πρέπει να ξέρεις ότι η ζωή είναι γεμάτη διλήμματα.
Έτσι είμαστε πλασμένοι, για διλήμματα , από την ελεύθερη βούλησή μας.
Ο Θεός βέβαια που παρακολουθεί τα πάντα, θα ήθελε να επιλέγουμε πάντοτε το δικό του θέλημα, για να στερεωθεί η βούλησή μας στο καλό και να αναπαυτούμε έτσι κοντά του, οπότε μ΄αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε και τον αληθινό προορισμό μας στη γη.
Για όλα αυτά είναι προϋπόθεση μια παιδεία.
Των γονιών σου. Του σχολείου σου.Της κοινωνίας σου. Της μικρής πρώτα: των φίλων σου, των χώρων ψυχαγωγίας σου.
Άκου όμως κι εμάς.
Ίσως ορισμένες αλήθειες δεν τις άκουσες ποτέ ή σου φαίνονταν ανούσιες, όταν προσφέρθηκαν άνθρωποι να σου τις γνωρίσουν.
Να ξέρεις ότι ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για χαμερπή ζωή, για να σέρνεται σαν σαύρα, αλλά να σελαγίζει στα ύψη σαν τον αετό.
Μια κακή επιλογή όμως μέσα στην Εδέμ έμπλεξε τον αετό στα δίχτυα του διαβόλου κι από τότε δεν μπορεί να πετάξει χωρίς σκοντάματα.
Μανιάζει ο διάβολος και τον πολεμά.
Θέλει να τον μπλέξει στο κακό και στο δικό του θέλημα, κι άλλο κι άλλο.
Αν αυτό το πετύχει, η κατάθλιψη, η σκοτοδίνη, η αποθάρρυνση, η απελπισία είναι πολύ κοντά.
Κι αν δεν αγωνιστεί ο άνθρωπος να τα διώξει, το κακό θα γίνει βάση στην ψυχή του για το σατανά.
Κι ύστερα δε μένει παρά να παραδοθεί στο δήμιό του.
Το άλλο που πρέπει να ξέρεις, είναι ότι η ζωή στη γη είναι η κοιλάδα του κλαυθμώνος και των δακρύων.
Χρειάζεται ένα δυνατό χέρι να το βαστάς, για να μη ματώνεις από τις θλίψεις και τον πόνο που κερνάει.
Κι αυτό το στιβαρό χέρι είναι του Κυρίου σου.
Μη γελάσεις σαν να σου μιλούμε για κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει.
Σε είδα να χτυπιέσαι άδικα χωρίς Αυτόν.
Στα μηδενικά της ζωής της γης είναι η μονάδα που καταξιώνει και το χρόνο και το καθετί που κάνεις σ’ αυτήν.
Δε φτάνεις ποτέ να φλερτάρεις με την αυτοκτονία, αν δώσεις το χέρι σου να σου το πιάνει σφιχτά ο Χριστός.
Γιατί τότε σου γεμίζει την ψυχή με αγαλλίαση Εκείνος, που το προσκλητήριό του είναι “Ελάτε κοντά μου όλοι οι κουρασμένοι της ζωής.. κι εγώ θα σας αναπαύσω. Μάθετε ότι είμαι πράος και ταπεινός και ό,τι σας ζητώ γίνεται μαζί μου ελαφρύ…”.
Μη βιάζεσαι να πεις ότι τον ακολουθούν λίγοι, ότι χρειάζεται να σκύψεις πολύ για να τον βρεις ή ότι είναι δύσκολος ο δρόμος Του.
Και πού τα βρίσκεις εύκολα σ’ αυτή τη ζωή;
Κάθε άνθρωπος, καλός ή κακός, σέρνει το βαρύ σταυρό των δικών του παθών και του περίγυρού του.
Κι αν θελήσει να τον αλλάξει ή να τον πετάξει, άλλος σταυρός σύντομα θα έρθει να τον αντικαταστήσει.
Δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη, που να μη βογγάει για κάτι.
Πάνω σ’ αυτό όμως άκου τι καταθέτει μια ομοιοπαθής σου.
Είναι απόσπασμα από ημερολόγιό της:
“Δεν έβλεπα αν περπατούσα ή αν στεκόμουν. Όλα γύρω μου ήταν θολά.
Θολό και το μάτι μου από το κλάμα.
Ή καλύτερα, κατακόκκινα από την αϋπνία.
Τα χάπια τα ηρεμιστικά δεν έφταναν να με χαροποιήσουν.
Μ’ έριχναν σε βαθύτερη κατάθλιψη.
Κι εγώ αγκομαχούσα κι αγωνιζόμουν για μια στάλα γαλήνη, ώσπου ξανά το αποφάσισα:θα έπεφτα στο κενό. Δεν ήθελα να ζω.
Έφτασα όμως, καθώς περπατούσα, έξω από μια εκκλησία.
Ασυναίσθητα μπήκα μέσα.
Κάποιος αδιόρατα ένιωθα να με σπρώχνει για κει.
Πήγα ν’ ανάψω το τελευταίο κερί.
Δεν ξέρω τι μ’ έσπρωξε να ζητήσω έναν ιερέα.
Κάποιος τον φώναξε.
Μόλις τον είδα, του ‘πιασα ασυναίσθητα τα δυο χέρια, όπως άλλοτε τον πατέρα μου, και αναλύθηκα σε λυγμούς…
Σήμερα ζω χάρη σ’ εκείνη τη γνωριμία.
Του τα είπα όλα και μου τα είπε όλα.
Δόξα να έχει ο Θεός.
Την περίπτωσή μου δεν μπορεί να τη δικαιολογήσει λογική.
Βρήκα έναν αληθινό πατέρα.
Με πάλεψε εβδομάδες, μήνες, χρόνο.
Τον κούρασα….τον παίδεψα, αλλά με έσωσε.
Όχι με δικές του δυνάμεις μόνο. Δεν έφθαναν.
Αλλά και με τη Χάρη των Μυστηρίων και την αγάπη του Λυτρωτή και Κυρίου μου”.
Πίστη, επομένως, παιδί μου, σου έλειπε στον Εσταυρωμένο, που για σένα και για τον καθένα ανέβηκε στο Σταυρό.
Καλλιέργησέ την και φύλαξε αυτή την πίστη σαν τα μάτια σου.
Να την προσέχεις να μη σου σβήσει.
Όσο είναι αναμμένη θα έχεις ζέστη, θα έχεις φως, θα έχεις χαρά.
Αν στρέψεις αλλού το βλέμμα σου θα σβήσει.
Το ίδιο θα συμβεί κι αν τη μπουκώσεις με άρρωστα εντάλματα ανθρώπων.
Πρέπει να της αφήσεις χώρο να αναπνέει.
Και πρέπει να την προστατέψεις από αέρηδες, από βροχή, από χιόνια.
Και τότε αντίο στις σκέψεις αυτοκτονίας, με την οποία δεν απαλλάσσεται ποτέ και κανείς από στενοχώριες και προβλήματα.
Αντίθετα προσπαθεί να φύγει από μία κόλαση στη γη και βυθίζεται στην αιώνια, μεταθανάτια.
Δε φαίνεται πουθενά να μας συγχωρεί την αυτοχειρία ο Θεός.
Αλλά, λέμε εμείς, είναι και απέραντα φιλάνθρωπος, και τα μπορεί όλα.
Γι’ αυτό, πρόσεχε, παιδί μου.
Ζιώγα Κατερίνα