Ο παλιάτσος
Γράφει ο Τάσος Βακφάρης
Ένα παντελόνι μαύρο, τρύπιο γεμάτο μπαλώματα γρατσουνιές και σκισήματα, με μια λεπτή ξεφτισμένη ζώνη και δύο στρογγυλά ξεβάμματα στα γόνατα να κρέμονται σαν λινό που δεν ταιριάζει σε κρεμάστρα, ήταν η επίσημη ενδυμασία. Μια δανεική χακί ζακέτα φαγωμένη από τον σκόρο, χνουδάτη και ταλαιπωρημένη δίχως απόσυρση από το καθήκον της προσπαθούσε να τον κρατήσει ζεστό χωρίς την εθελούσια συγκατάθεση της αφού ντε φορμέ και τσουβαλιασμένη δεν μπορούσε να κάμει και πολλά θαύματα.
Τα παπούτσια…
Αχ τα παπούτσια εκείνα ποιος ξέρει άραγε ποια βήματα τα έφεραν σε δαύτον. Πεταμένα σε μια γωνιά του δρόμου χωριστά στην αρχή το ένα από το άλλο με τρία μέτρα ολάκερα μίσους να τα έχουν αποχωριστεί που πάλιωσαν τα έρμα και δεν κράτησαν τη νιότη λίγο καιρό ακόμη. Για αυτόν όμως ήταν ένα καινούριο δώρο.
Φορούσε το καπελάκι του έπαιρνε τον παλιάτσο του και με το πιο ζεστό χαμόγελό του έδινε χαρά στους περαστικούς και κυρίως στα πιτσιρίκια που κοιτούσαν μια μαριονέτα να ζωντανεύει μπρος τα μάτια τους, λες και ξεγελιούνται τα άτιμα από ένα ανδρείκελο και τέσσερις κλωστές που λικνίζονται σαν να παίρνουν ψυχή και σώμα για λίγα μόνο λεπτά. Το μάτια τους μόνο να βλέπατε πως τα γούρλωνα και τον ενθουσιασμό που τα κατείχε θα καταλαβαίνατε γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν εκεί πιστός στο ραντεβού.
Μια στιγμή μονάχα λύγισε στα νυχτέρια του όταν το ημερήσιο καπέλο δεν γέμισε και το δείπνο με τα καλούδια πήρε αναβολή για την επόμενη• και πάλι είχε την κούκλα του που διψούσε για έναν χορό για λίγα λεπτά ζωής με σάρκα και οστά και ήταν άριστη συντροφιά για την βραδινή ξεκούραση. Ίσως όχι σε ένα μεγάλο μαλακό κρεβάτι με πουπουλένια κατάλευκα στρωσίδια αλλά και τα χαρτόκουτα θαρρείς μαλάκωναν με συντροφιά καλή.
Στα όνειρα όμως ήταν άρχοντας και βασιλιάς, εκεί είχε ότι ποθούσε η καρδούλα του.
Στα αλήθεια και στα ψέμματα υπνοβατούσε με τραγούδι και χορό.
Ήξερε πως δεν ήταν ο μόνος.
Ήξερε πως ήταν μόνος μα όχι ο μόνος.
Διάβαζε με δεξιοτεχνία και ενσυναίσθηση τα μάτια των περαστικών για αυτό και δεν μιλούσε.
Πόσους αληθινούς καλοντυμένους παλιάτσους διέκρινε άραγε καθημερινά. Στο πεζοδρόμιο στις διαβάσεις στα αυτοκίνητα και στα παγκάκια.
Ανθρώπους που χαμογελούσαν χειρότερα από τον δικό του. Μαριονέτες και αυτοί στα χέρια κάποιου άλλου. Ζωγράφιζαν ένα χλωμό χαμόγελο και έντυναν μόνον το κορμί τους.
Δεν ήταν ο μόνος.
Ήταν όμως και αυτός μόνος.
Γελά.
Γελά.
Γελά παλιάτσο μου και κινήσαμε.